διαγόρευσις

διαγόρευσις
διαγόρευσις, η (AM) [διαγορεύω]
διακήρυξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαγόρευσις — declaration fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγορεύσει — διαγόρευσις declaration fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαγορεύσεϊ , διαγόρευσις declaration fem dat sg (epic) διαγόρευσις declaration fem dat sg (attic ionic) διαγορεύω declare aor subj act 3rd sg (epic) διαγορεύω declare fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγορεύσεσι — διαγόρευσις declaration fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγόρευσιν — διαγόρευσις declaration fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιαγόρευσις — εύσεως, ή, Α ακριβής πρόβλεψη τής καλής ή τής κακής έκβασης μιας αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαγόρευσις (< διαγορεύω «ορίζω ρητώς, πιστοποιώ»)] …   Dictionary of Greek

  • διαγορεύσεων — διαγορεύσεω̆ν , διαγόρευσις declaration fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγορεύσεως — διαγορεύσεω̆ς , διαγόρευσις declaration fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”